- ορθόγναθος
- -η, -ο1. ανθρωπολ. ο ανθρωπολογικός τύπος που εμφανίζει ορθογναθία2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορθόγναθαζωολ. υπόταξη αραχνιδίων τής τάξης τών αραχνών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthognathous < ορθ(ο)-* + γνάθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκά Παπαϊωάννου].
Dictionary of Greek. 2013.